- φαλτσάρω
- φαλτσάρισα (λ. ιταλ.)1. αμτβ., κάνω παρατονία, παραφωνώ, κάνω φάλτσο: Είναι παράφωνος, φαλτσάρει.2. μτφ., σφάλλω, κάνω λάθος, πέφτω έξω: Οι δικτάτορες πάντοτε φαλτσάρουν.3. (για μπάλα), έχω φαλτσαρίσματα (βλ. λ.): Φαλτσάρει πολύ η μπάλα θα σου ξεφύγει.4. (για ποδόσφαιρο), δίνω φαλτσάρισμα (στην μπάλα): Να φαλτσάρεις την μπάλα για να ξεγελάσεις τον τερματοφύλακα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.